μεγαλουργία

μεγαλουργία
η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία [μεγαλουργός]
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαλουργία — μεγαλουργίᾱ , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc/acc dual μεγαλουργίᾱ , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργίᾳ — μεγαλουργίαι , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλουργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργία — η το να κάνει κανείς σπουδαία κατορθώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλουργίας — μεγαλουργίᾱς , μεγαλοεργία great achievement fem acc pl μεγαλουργίᾱς , μεγαλοεργία great achievement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλουργίαν — μεγαλουργίᾱν , μεγαλοεργία great achievement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοεργία — μεγαλοεργία, ἡ (Α) βλ. μεγαλουργία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπραγία — μεγαλοπραγία, ἡ (Α) το να εκτελεί κάποιος μεγάλα έργα, μεγαλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μεγαλόπραγος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργός — ό (Α μεγαλουργός και μεγαλοεργός, όν) αυτός που επιχειρεί ή επιτέλεσε μεγάλα έργα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλουργόν η μεγαλουργία. επίρρ... μεγαλουργῶς (Μ) μεγαλοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ουργός*] …   Dictionary of Greek

  • πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλουργίαι — μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλουργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”